POP POLITICS
Η ταινία-σταθμός του Ματιέ Κασοβίτς αποδεικνύεται προφητική. Τα στατιστικά δεδομένα για τις δολοφονίες πολιτών από τη γαλλική αστυνομία είναι σοκαριστικά. Από το 2005 μέχρι το 2024 οι δολοφονίες ήταν 470. Πάνω από τους μισούς δολοφονημένους της εικοσαετίας συγκεντρώνονται την εξαετία 2018-2024, επί προεδρίας Μακρόν. Εχουν δολοφονηθεί 272 άνθρωποι, με τα 107 περιστατικά να έχουν συμβεί εντός αστυνομικών τμημάτων
Εχουν περάσει 30 χρόνια από τη μέρα που πρωτοκυκλοφόρησε «Το Μίσος», η ταινία-σταθμός του Ματιέ Κασοβίτς. Τρεις φίλοι από τα προάστια του Παρισιού αναζητούν την έννοια της δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης στο αφιλόξενο Παρίσι. Στα προάστια και στο κέντρο της πόλης. Σε τουαλέτες και σε ταράτσες. Ανάμεσα σε καμένα αμάξια, μολότοφ και δολοφονημένα -από πυρά αστυνομικών- παιδιά των παρισινών προαστίων που ποτέ δεν κατάφεραν να γυρίσουν στο σπίτι και στην οικογένειά τους.
«Το Μίσος» γεννήθηκε μέσα από την ασυδοσία, τον ρατσισμό και τις εγκληματικές ενέργειες που διέπουν τη γαλλική αστυνομία, ειδικά στα προάστια του Παρισιού. Εκεί που εκατομμύρια άνθρωποι στοιβάζονται σε υποβαθμισμένες ογκώδεις πολυκατοικίες, όπου η ανεργία χτυπάει κόκκινο και το 57% των παιδιών ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας.
Η ιδέα για την ταινία γεννήθηκε το 1993, όταν ένας 17χρονος από το Ζαΐρ, o Makombe M’ Bowole, δολοφονείται από την αστυνομία ενώ βρισκόταν υπό κράτηση. Αυτό το περιστατικό κάνει τον Κασοβίτς να αναρωτηθεί: «Πώς μπορεί κάποιος να ξυπνάει το πρωί και να πεθαίνει με αυτό τον τρόπο το απόγευμα;»
Είναι αλήθεια ότι «Το Μίσος» προκάλεσε πολιτικό σάλο όταν κυκλοφόρησε στις γαλλικές αίθουσες. Ο τότε πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ζακ Σιράκ, έστειλε συγχαρητήρια επιστολή στον Κασοβίτς, ενώ ο πρωθυπουργός Αλεν Ζιπέ ζήτησε να προβληθεί η ταινία σε κυβερνητικούς αξιωματούχους και βουλευτές (και αν λάβουμε υπ’ όψιν τα σημερινά δεδομένα, δεν νομίζω να άλλαξε και πολλά κοινοβουλευτικά μυαλά).
Η επιτυχία της ταινίας βέβαια δεν κρίνεται στα συγχαρητήρια που λαμβάνει από την πολιτεία, αλλά από την οξυδέρκειά της. Λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία της στα ανατολικά προάστια του Παρισιού ένας άλλος 17χρονος σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα ενώ τον κυνηγούσε η αστυνομία. Αυτό το περιστατικό ενός «τυχαίου θανάτου» δημιούργησε εντάσεις και επεισόδια, με τους κατοίκους του Νουαζί λε Γκραν να βιώνουν την καταστολή και την βία της αστυνομίας. Ο δεξιός γαλλικός Τύπος αφηνίασε και κατηγόρησε ευθέως την ταινία ότι σπέρνει μίσος στην κοινωνία, ενώ ο Ζαν-Μαρί Λεπέν δήλωσε τότε: «Εχουν αυτοί οι ταραξίες «Το Μίσος»; Στείλτε τους στη φυλακή!».
Τριάντα χρόνια χρόνια μετά αυτή η προτροπή του Λεπέν δεν αντιμετωπίζεται σαν περιθωριακή, αλλά είναι η βασική πολιτική του γαλλικού κράτους. Από τις αρχές του 2000 και μετά η γαλλική αστυνομία όχι απλώς εξοπλίστηκε σαν αστακός με όπλα που θεωρούνται παράνομα στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη, αλλά έχει και έναν βασικό διττό στόχο: την κλιμάκωση και την υπεράσπιση του κρατικού μηχανισμού άνευ όρων. Σε αυτό το μίγμα πρέπει να προσθέσει κανείς τις (καταδικαστέες από το Ανώτατο Δικαστήριο) ρατσιστικές πρακτικές, την επιρροή του ακροδεξιού λόγου στο ζήτημα της αστυνόμευσης, αλλά και τη θυματοποίηση των αστυνομικών που θεωρούν ότι είναι εκείνοι οι οποίοι βρίσκονται υπό πολιορκία και κινδυνεύει άμεσα η ζωή τους (εδώ ταιριάζει η εναρκτήρια ατάκα από «Το Μίσος» όπου ένας διαδηλωτής φωνάζει στους αστυνομικούς: «Δολοφόνοι! Είναι εύκολο να μας πυροβολείτε, ενώ εμείς έχουμε μόνο πέτρες!»).
Τα στατιστικά δεδομένα για τις δολοφονίες πολιτών από τη γαλλική αστυνομία είναι σοκαριστικά. Από το 2005 μέχρι το 2024 οι δολοφονίες από την αστυνομική βία (σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία) ήταν 470. Πάνω από τους μισούς δολοφονημένους αυτής της εικοσαετίας συγκεντρώνονται την εξαετία 2018-2024, επί προεδρίας Μακρόν. Συγκεκριμένα τα χρόνια που ο Μακρόν κυβερνάει τη Γαλλία έχουν δολοφονηθεί 272 άνθρωποι, με τα 107 περιστατικά να έχουν συμβεί εντός αστυνομικών τμημάτων όπου οι συλληφθέντες βρίσκονταν υπό κράτηση.
Τριάντα χρόνια από «Το Μίσος» και ένα βήμα πριν η Λεπέν αναλάβει και επίσημα τα ηνία της πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας, η σχέση ακροδεξιάς και αστυνομίας είναι πιο εμφανής από ποτέ. Το 2023, όταν τα προάστια του Παρισιού καίγονται από την εν ψυχρώ δολοφονία του 17χρονου Ναχέλ Μερζούκ λόγω μη συμμόρφωσης με τις εντολές του αστυνομικού, δύο έρανοι στήνονται. Ο ένας για την οικογένεια του δολοφονημένου έφηβου και ο άλλος για τον εκτελεστή του. Δεν θα έπρεπε να μας σοκάρει το γεγονός ότι ο έρανος για τον αστυνομικό δημιουργήθηκε από τον Ζαν Μεσίχα, έναν ακροδεξιό εκατομμυριούχο, υποστηρικτή και χορηγό της Λεπέν, αλλά το ότι η οικογένεια του δολοφονημένου Ναχέλ συγκέντρωσε 400.000 ευρώ, ενώ ο δολοφόνος του… 1,6 εκατομμύρια.
Τριάντα χρόνια από «Το Μίσος» και ακόμα μίσος λοιπόν. Μέσα στο στόμα μας έχουν απομείνει σαν στάχτη κάτι ψελλίσματα από λέξεις, κάτι ανορθόγραφα συνθήματα που φωνάζουν ΔΗΚΕΟΣΙΝΙ, που κραυγάζουν ΠΑΡΩΝ, που κλαγγίζουν ότι δεν μπορούν να αναπνεύσουν, ενώ μια μαύρη μπότα βρίσκεται πάνω στην καρωτίδα. «Το Μίσος» μένει σαν στένσιλ πάνω στους τοίχους των πόλεων, μέσα στα οράματα ότι αυτός ο κόσμος μάς ανήκει, εντός του σφυγμού εκείνου του ανθρώπου που πέφτει από ένα πενταώροφο κτίριο και το μόνο που μπορεί να εκφέρει είναι πως μέχρι εδώ όλα πάνε καλά, μέχρι εδώ όλα πάνε καλά.