Ανάμεσα στο μηδέν και στο ιερό

4 days ago 8

Στον τίτλο του «Εγώ είναι ένας άλλος» υπάρχει η εμφανής αναφορά του Νορβηγού Γιον Φόσε (Νόμπελ 2023) στον Ρεμπό, καθιστώντας μας παρατηρητές της διπλής ζωής ενός καλλιτέχνη για το διάστημα δύο ημερών. Πρόκειται για τον Ασλε που γνωρίσαμε και στο «Το άλλο όνομα», πρώτο μέρος της επταλογίας. Τώρα τον συναντάμε να ξυπνάει αργά, μετά τις εξαντλητικές δύο μέρες του πρώτου βιβλίου, με κόπο να ταΐζει τον σκύλο του άλλου Ασλε και να πιάνει ψιλή κουβέντα με τον γείτονά του, τον Οσλαϊκ. Στη συνέχεια πηγαίνει με το αυτοκίνητό του στο Μπέργκεν για να παραδώσει κάποιους από τους πίνακές του στην γκαλερί του Μπάιερ και αφού φάει κάτι ελαφρύ επιστρέφει στο σπίτι του, όπου και πέφτει ξανά για ύπνο.

Η πλοκή στον παροντικό χρόνο είναι υποτυπώδης, ωστόσο η αφήγηση δεν μένει στην καθημερινότητα του ζωγράφου καθώς υπάρχει ένα δεύτερο αφηγηματικό νήμα που διατρέχει το παρελθόν του. Παρακολουθούμε τις σκέψεις του ηλικιωμένου Ασλε να «ταξιδεύουν» στην παιδική και εφηβική ηλικία, στα γεγονότα που σημάδεψαν τη νιότη του, την καλλιτεχνική του πορεία αλλά και τα άτομα που τον επηρέασαν, πολλά εξ αυτών νεκρά, εδώ και καιρό.

Τον «βλέπουμε» να μπλέκει σε καβγάδες με άλλα μέλη μιας μουσικής μπάντας που συμμετέχει, να φεύγει από το σπίτι για να πάει στο γυμνάσιο, να μένει πρώτη φορά μόνος, μακριά από τους γονείς του, να περνάει στη σχολή καλών τεχνών και να επισκέπτεται τη γιαγιά του στο γηροκομείο. Γινόμαστε, επίσης, μάρτυρες της πρώτης συνάντησης με τον έρωτα της ζωής του, την Αλες, καθώς και την απαρχή της καλλιτεχνικής του καριέρας στα εγκαίνια της πρώτης του έκθεσης. Ωστόσο, οι σκηνές αυτές δεν μας δίδονται μέσα από φλάσμπακ καθώς ο Φόσε υιοθετεί μια πολυδιάστατη προσέγγιση για την αυτοβιογραφία του ήρωά του: όλες οι σημαντικές στιγμές της ζωής του μοιάζουν να εξελίσσονται ταυτόχρονα, μέσα από μια υψηλής έντασης αφήγηση, χωρίς τελεία, λίγα κόμματα και ελάχιστες παύσεις. Ο συγγραφέας παίζει με τον αναγνώστη μεταπηδώντας από το πρώτο στο τρίτο πρόσωπο, ταξιδεύοντας μέσα στον χώρο και ενίοτε εναλλάσσοντας τον τόπο και χρόνο.

Ο Ασλε, ο ζωγράφος, ενώ κάνει κάτι καθημερινό στο παρόν, χωρίς καμία προειδοποίηση, βρίσκεται σε άλλη χρονική στιγμή, παρακολουθώντας τον εαυτό του σε διάφορες κομβικές στιγμές της ζωής του, όπως η συνάντηση με τον άλλον Ασλε, τον Συνονόματό του: «…και εκεί, σ’ ένα τραπέζι στο βάθος, με την πλάτη στον τοίχο και δίπλα σ’ ένα παράθυρο, κάθεται ένας τύπος με μακριά καστανά μαλλιά, και φοράει ένα μαύρο κοτλέ σακάκι και, όπως βλέπει κι ο Ασλε έχει ένα κασκόλ στον λαιμό του, και μετά ο Σίγκβε λέει να πάνε να πουν ένα γεια στο Συνονόματο, και ο Ασλε πηγαίνει προς τον Συνονόματο, που σηκώνει τα μάτια και ο Ασλε σκέφτεται ότι αυτός που κάθεται εκεί του μοιάζει…».

Οι δύο νεαροί έχουν το ίδιο παρουσιαστικό, παρόμοιο χαρακτήρα και ίδια ενασχόληση, αλλά ακολουθούν δύο ελαφρώς διαφορετικά μονοπάτια στη ζωή τους. Οσο περισσότερα μαθαίνουμε για τον Συνονόματο τόσο περισσότερο μοιάζει να είναι το ίδιο άτομο, σαν να μας παρέχεται η ευκαιρία να ρίξουμε μια γρήγορη ματιά στο τι θα μπορούσε να είχε γίνει ο Ασλε αν είχε πάρει διαφορετικές αποφάσεις και είχε κάνει άλλες επιλογές στη νεότητά του.

Στον μονόλογό του επανέρχεται διαρκώς σε όσους έχει χάσει. Από νωρίς, μαθαίνουμε για τον αιφνίδιο θάνατο της αδελφής του, Αλίντα, τη σταδιακή φθορά και επιδείνωση της υγείας της γιαγιάς του και προς το τέλος εστιάζεται στην αγαπημένη του σύζυγο, Αλες, με την οποία συνεχίζει να έχει νοερές συζητήσεις, κρατώντας πάντα την καρέκλα της στο τραπέζι και αναβιώνοντας στιγμές από το κοινό παρελθόν τους. Οσο μεγαλώνει τα όρια ανάμεσα σε παρελθόν και παρόν, ανάμεσα σε ζωντανούς και νεκρούς καταλύονται, ενώ η επιθυμία του να ζωγραφίσει χάνεται. Το έργο του «Ο Σταυρός του Αγίου Αντρέα» με τις δύο γραμμές που συναντιούνται κάπου στη μέση τώρα μοιάζει να εκπροσωπεί κάτι βαθύτερο, σχεδόν υπερβατικό γι’ αυτόν, ίσως και το τέλος της καριέρας του.

Τον πίνακα δεν αντέχει να τον κοιτάζει, ούτε και πρόκειται να ζωγραφίσει άλλον από πάνω του, «υπάρχει κάτι σ’ αυτόν που δεν το ελέγχει», γι’ αυτό τον βάζει στην άκρη και προσεύχεται. Δεν είναι τυχαίο ότι κάθε κεφάλαιο τελειώνει με μια προσευχή, καθώς γνωρίζει ότι το χρέος του απέναντι στον Θεό είναι να υπηρετεί την τέχνη του, γι’ αυτό και η απόφαση να σταματήσει δηλώνει μια σοβαρή μετατόπιση, την οποία, υποθέτω, θα μας αποκαλύψει στο τρίτο μέρος της επταλογίας.

Δείτε όλο το άρθρο

© HellaZ.GR.News 2025. Όλα τα δικαιώματα κατοχυρωμένα

-