Σε μια εποχή που το σινεμά διψά για νέους ήρωες και αυθεντικά σενάρια, ο Μπραντ Πιτ μπαίνει στην πίστα της Formula 1 με την ταινία F1, σε σκηνοθεσία του Τζόζεφ Κοζίνσκι και παραγωγή από την ομάδα του Top Gun: Maverick – αλλά χωρίς τον Τομ Κρουζ.
Κι ενώ η εκκίνηση μοιάζει υποσχόμενη, η ταινία καταλήγει να περιστρέφεται περίγυρα από τον εαυτό της χωρίς να φτάνει ποτέ στη σημαία του τερματισμού.
Ο Πιτ υποδύεται τον Σόνι Χέιζ, έναν παλαίμαχο οδηγό με τραυματικό παρελθόν, ο οποίος καλείται να επιστρέψει στην κορυφή. Όμως, αντί για έναν ήρωα που παλεύει με τους δαίμονές του, βλέπουμε έναν χαρακτήρα-καρικατούρα: αλάνθαστος, ακαταμάχητος, πανέτοιμος να σώσει την ομάδα και –γιατί όχι– και το ίδιο το άθλημα.
Η ταινία προσπαθεί να πείσει ότι αγαπά τη Formula 1, όμως στην πράξη λειτουργεί σαν καλοστημένη διαφήμιση. Πλούσια παραγωγή, αληθινές πίστες, αμέτρητα σήματα χορηγών και φιλικά γκεστ από πραγματικούς οδηγούς, με τον Λιούις Χάμιλτον να συμμετέχει και ως παραγωγός. Όλα αυτά, όμως, στερούν από το έργο οποιαδήποτε ρεαλιστική ή κριτική διάσταση.
Ακόμη και οι εντάσεις περιορίζονται σε προβλέψιμες συγκρούσεις τύπου «παλιός σοφός οδηγός – νεαρός αλαζόνας», με την Κέρι Κόντον να προσφέρει λίγη ζεστασιά στον ρόλο της τεχνικής διευθύντριας και τον Ντάμσον Ίντρις να προσπαθεί να δώσει πνοή σε έναν ωσπεράν άχρωμο αντίπαλο-μαθητή.
Το F1 είναι μια καλογυαλισμένη ταινία, με δυναμική μουσική του Χανς Ζίμερ και εντυπωσιακή σκηνοθεσία, αλλά μοιάζει να αποφεύγει συστηματικά την ουσία.
Οι αγώνες δεν έχουν σασπένς, οι χαρακτήρες δεν εξελίσσονται και οι διάλογοι δεν ξεπερνούν το επίπεδο τηλεοπτικής μετάδοσης – με ατάκες του τύπου «Αυτό είναι μειονέκτημα για τον Χέιζ» ή «Δεν είναι καλό να βρίσκεσαι στην τελευταία θέση».
Αν η πρόθεση ήταν να δοθεί στο κοινό ένα blockbuster που συνδυάζει ταχύτητα, στυλ και καρδιά, τότε το F1 φρενάρει απότομα στην προσπάθειά του. Φίλοι των αγώνων ενδεχομένως συγκινηθούν από την ακριβή αναπαράσταση του σπορ.
Οι υπόλοιποι, όμως, μάλλον θα αναρωτηθούν: «Μήπως τελικά το καρτ έχει περισσότερη αγωνία;»