Το βιβλίο του Κωνσταντίνου Λαμπράκη Παρεμποδίζοντας την Αποστασία. Ιουλιανά 1965: κοινωνική διαμαρτυρία και Αριστερά (Αθήνα: Τόπος, 2025) είναι ένα πραγματικά εξαιρετικό βιβλίο. Τέτοιες κουβέντες δεν τις λέω συχνά, ούτε και τις λέω εύκολα, όμως προτού πάω στο περιεχόμενο (στο θεωρητικό –ας πούμε– διάβημα του Λαμπράκη), επιτρέψτε μου να ξεκινήσω με μια μετα-θεωρητική επεξήγηση του επαίνου μου: μια αναφορά, δηλαδή, όχι τόσο στο τι καθαυτό εισφέρει το βιβλίο (θα αναφερθώ βέβαια και σε αυτό), αλλά στο πώς το εισφέρει. Θέλω επ’ αυτού να θίξω τρία βασικά σημεία.
Αντλώ το πρώτο από τις δικές μου καταβολές (συγκεκριμένα από τις κλασικές μεθοδολογικές παραινέσεις Sartori), και τις συχνές αναφορές που κάνω σ’ αυτό που αποκαλώ ενσυνείδητο στοχαστή στις κοινωνικές επιστήμες: τον μελετητή που ελέγχει σε βάθος τόσο τις έννοιες που χρησιμοποιεί όσο και τις θεωρητικές τους απολήξεις –διότι τα έχει προηγουμένως εξετάσει κριτικά, τα έχει προβληματοποιήσει και μεταβολίσει. Το βιβλίο, λοιπόν, του Κωνσταντίνου είναι υπόδειγμα ενσυνείδητου στοχασμού:
δεν είναι μόνο απίστευτα χρήσιμο πραγματολογικά (μας δίνει μια ιστορία των Ιουλιανών που είναι πραγματικά «από τα κάτω» –δεν τα περισώζει απλώς από την υπεροψία του ύστερου χρόνου όπως θα το έλεγε ο E P Thompson, αλλά μας δίνει τη δυνατότητα κυριολεκτικά να τα επαναβιώσουμε, σε επίπεδο εθνικό αλλά και τοπικό, μέρα τη μέρα, συχνά και ώρα την ώρα (δείτε, λ.χ., το Κεφάλαιο 4).
αλλά και μας ταξιδεύει σε μια πλειάδα θεωρητικών αντιπαραθέσεων, όχι απλώς παραθέτοντάς τες, αλλά αφηγούμενος και ανασυγκροτώντας γλαφυρά τις συζητήσεις που προκάλεσαν.
Επειδή αυτό το τελευταίο δεν είναι απλό (είναι για την ακρίβεια εξαιρετικά σπάνιο στις σπουδές μας), γι’ αυτό και θέλω ιδιαίτερα να το τονίσω: να πω δηλαδή ότι για να γίνει μια θεωρία κτήμα του κοινού στο οποίο απευθύνεται, πρέπει ο μελετητής να ανασυνθέσει τη διαδρομή που διάνυσαν τα επίδικά της –έτσι ώστε ο αναγνώστης να μπορεί να καταλάβει τι διακυβεύεται κάθε φορά, ποια ερωτήματα επιχειρούνται να φωτιστούν και τι αποτελέσματα φέρνουν οι αντιπαραθέσεις που προκαλούνται. Αυτό ο Λαμπράκης το καταφέρνει απόλυτα. Δεν κάνει, λοιπόν, μόνο ένα βιβλίο πρωτοποριακής σύγχρονης ιστορίας, το κείμενό του μπορεί κατά περίπτωση να λειτουργήσει και ως εξαιρετικά χρήσιμο εγχειρίδιο.
Αυτό με πάει στο δεύτερο σημείο μου, στη δεύτερη μεταθεωρητική αρετή του βιβλίου, στο γεγονός ότι –όπως αρκετές φορές και ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει– έχουμε εδώ ένα έργο ώριμης πολιτικής κοινωνιολογίας με όλη τη βαριά σημασία που ο όρος αυτός κομίζει. Δεν έχουμε ούτε απλή πολιτική ιστορία ούτε όμως και απλή κοινωνιολογία της πολιτικής. Και για να εξηγήσω τι ακριβώς εννοώ, δεν έχουμε ούτε πρόσληψη και παρουσίαση των πολιτικών φαινομένων ως να ήταν ξεκομμένα από κοινωνικές διεργασίες (που είναι τα όρια της πολιτικής ιστορίας), δεν έχουμε όμως ούτε και παρουσίαση της κοινωνικής δυναμικής ερήμην της πολιτικής (που είναι το διαρκές σφάλμα της κοινωνιολογίας της πολιτικής). Ειδικά το στοιχείο αυτό, το γεγονός ότι η πολιτική δεν αντανακλά μόνο, αλλά και διαμορφώνει, αποτελεί μόνιμη εμμονή μου τα τελευταία χρόνια (έχω γράψει για το θέμα και το βιβλίο Για την πολιτική που διαμορφώνει. Εργατικό κίνημα και Κράτος, Αθήνα: Τόπος, 2023) –το ξέρουν όσοι με γνωρίζουν, και ο Κωνσταντίνος βέβαια το γνωρίζει πάρα πολύ καλά.
Θεωρώ ότι αυτή η οργανική επανένταξη των ενεργών πολιτικών δρώντων στην απόδοση και την ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων είναι κάτι εξαιρετικά κρίσιμο –κάτι, όμως, που με λαμπρές πράγματι εξαιρέσεις (όπως το κλασικό βιβλίο των Μαυρή-Βερναρδάκη Κόμματα και κοινωνικές συμμαχίες στην προδικτατορική Ελλάδα: οι προϋποθέσεις της Μεταπολίτευσης του 1991, που ξεκίνησε να δημοσιεύεται στο περιοδικό Θέσεις το 1987 και ολοκληρώθηκε το 1989) είναι κάτι που κάνουμε όλο και λιγότερο.
Ως αποτέλεσμα τείνουμε διαρκώς να πέφτουμε στην παγίδα τού να θεωρούμε μια προβληματική έκβαση ως αναγκαία ή αναπόφευκτη –να πέφτουμε δηλαδή στην παγίδα της κανονικοποίησης αν όχι της ίδιας της φυσικοποίησης αυτών των προβληματικών εκβάσεων, στο πλαίσιο αενάως επαναλαμβανόμενων εκδοχών ΤΙΝΑ. Όμως το βιβλίο του Λαμπράκη δείχνει –παραστατικά, με ακρίβεια αλλά και με μετριοπάθεια– ότι δεν είναι έτσι –κι αυτό συνιστά μείζονα συμβολή στην πειθαρχία της πολιτικής κοινωνιολογίας.
Δείχνει βέβαια (με εξαντλητική λεπτομέρεια), ποιες κοινωνικές διεργασίες και εξελίξεις στην κεντρική πολιτική σκηνή δημιούργησαν τις προϋποθέσεις και διαμόρφωσαν το σκηνικό της κοινωνικής έκρηξης, δείχνει όμως και το πώς οι ενεχόμενοι δρώντες (κινηματικοί, συνδικαλιστικοί και πολιτικοί –η ΕΚ, η ΕΔΑ και η πέραν της ΕΔΑ Αριστερά) επέδρασαν καταλυτικά στη δυναμική και την έκβασή της. Δείχνει και τι υποστήριζαν οι δρώντες αυτοί (στη βάση εξαιρετικά προσεκτικής μελέτης προγραμματικών κειμένων, αλλά και στη βάση συνεντεύξεων)· δείχνει και γιατί το υποστήριζαν (παραθέτοντας και αναλύοντας το πολιτικό τους σκεπτικό)· δείχνει όμως και κάτι εξαιρετικά σύνθετο, τους τρόπους με τους οποίους οι παρεμβάσεις τους –οι δράσεις και οι αδράνειές τους– συνέβαλαν πρώτα στην διεκδικητική ανάταση και στη συνέχεια στην ύφεση του ξεσπάσματος.
Από όλα αυτά απορρέει και μια ακόμα αρετή, το τρίτο σημείο που θέλω να θίξω, και αφορά τον τρόπο με τον οποίο αυτή η ιστορική και πολιτική κοινωνιολογία των Ιουλιανών του Λαμπράκη, μας ωθεί υπόρρητα να κάνουμε συσχετίσεις με τον παρόντα χρόνο και τα διλήμματα που τα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα αντιμετωπίζουν σήμερα: όποια/-ος διαβάσει το βιβλίο είναι αδύνατον να μην βρει αναλογίες με την πρόσφατη οδυνηρή εμπειρία της τελευταίας δεκαετίας και να μην κάνει συναφείς συνειρμούς.
Αυτό είναι απόρροια της ενδελεχούς αποσυσκευασίας του πολιτικού σκεπτικού της «μη ρήξης» (όπως ρητά το γράφει ο Κωνσταντίνος στη σ. 237), του πολιτικού συντακτικού που έχω αποκαλέσει «ταξικό συνεργατισμό»: και αναφέρομαι σε πράγματα όπως τη λογική της «Εθνικής Δημοκρατικής Αλλαγής» της ΕΔΑ (μια έκφανση της θεωρίας των σταδίων) που αποσκοπούσε, όπως αναφέρεται στη σ. 199, σε ένα εγχείρημα «ομαλών πολιτικών διεργασιών εντός του συνταγματικού πλαισίου» και συνεργασίας με τμήματα της «εθνικής» θεωρούμενης αστικής τάξης και άλλα παρεμφερώς έωλα… (όπως, πιο χαρακτηριστικά, το να υποδειχθεί στο βασιλιά ποια ακριβώς ήταν τα «συνταγματικά» του καθήκοντα –λες και ο ίδιος δεν τα ήξερε…). Ο χρόνος δεν αρκεί για να μπει κανείς σε λεπτομέρειες (κι αυτές είναι πάρα πολλές), όμως θέλω να τονίσω ότι δεν αφορούν μόνο ή κυρίως τον καθαυτό προγραμματικό λόγο, αφορούν πρώτιστα κατάδειξη του πώς η οπτική αυτή λειτούργησε ως φρένο στη δυναμική των κινητοποιήσεων: φρένο στην κινηματικά απαραίτητη παρεμπόδιση (μια έννοια που ο Κωνσταντίνος χρησιμοποιεί και στον τίτλο του βιβλίου).
Όποιος λοιπόν διαβάσει το βιβλίο, γρήγορα και άμεσα θα διακρίνει συνάφειες με τρέχοντα σκεπτικά που ρίχνουν σκιά σε τρέχουσες διεκδικητικές δυναμικές –κυρίως τη μη ρήξη αλλά και άλλα προβλήματα, όπως τον κατακερματισμό και την πολυδιάσπαση στην πέραν της ΕΔΑ Αριστεράς. Με μια φράση, ο Λαμπράκης κάνει μια πολιτική κοινωνιολογία των Ιουλιανών που δεν είναι –όπως θα λέγαμε– μουσειακή: θέλουμε-δε θέλουμε μας εμπλέκει στην ανάλυση και τα συμπεράσματά της, ο αναγνώστης δεν μπορεί να παραμείνει παθητικός δέκτης, γίνεται ενεργός συμμέτοχος –κι αυτό είναι μια πραγματικά σπάνια αρετή.
Έλεγα πριν ότι ήθελα να ξεκινήσω αναδεικνύοντας τις μετα-θεωρητικές αρετές του βιβλίου, όμως καθόλου υποδεέστερες δεν είναι και οι καθαυτό θεωρητικές. Και αυτό που εδώ δεσπόζει είναι το γεγονός ότι το βιβλίο αποτελεί μια από τις καλύτερες αξιοποιήσεις των εννοιών και των θεωρητικών διακυβεύσεων του δικού μου πεδίου της Συγκρουσιακής Πολιτικής.
Ο Κωνσταντίνος διατρέχει ολόκληρη σχεδόν την «κλασική» –όπως λέμε– ατζέντα, αναλύοντας, μεταξύ άλλων
την επίδραση που ασκεί στις κινηματικές δράσεις το πολιτικό περιβάλλον (αυτό που αποκαλούμε «δομή των πολιτικών ευκαιριών» –που, όπως και ο ίδιος ο όρος αποκαλύπτει, είναι μια βαθιά πολιτική διαδικασία)·
τις νοηματοδοτήσεις της πραγματικότητας (τις πάντα επιλεκτικές «πλαισιώσεις» της)· καθώς και
τις μορφές δράσης που τα κινηματικά υποκείμενα υιοθέτησαν (τα γνωστά «ρεπερτόρια»).
Κάθε μια από τις διαστάσεις αυτές διερευνώνται υποδειγματικά και προπαντός δυναμικά. Και μ’ αυτό εννοώ μια ανάλυση που
δεν αρκείται στη στατική απεικόνιση των εξελίξεων και των δρώντων, ως και οι συμπεριφορές τους να ήταν προδιαγραμμένες ή αναπόδραστες απόρροιες κάποιας κοινωνιολογικά ουσιώδους και αμετάβλητης συνθήκης (παρότι το βιβλίο αναδεικνύει γλαφυρά τα ταξικά και πολιτικά χαρακτηριστικά της κινηματικής έκρηξης),
αλλά μια ανάλυση που αποκαλύπτει την διαρκή αλληλεπίδραση, τον διαρκή διάλογο ανάμεσα σε δομές και δράσεις.
Θέλω να σταθώ επιγραμματικά σε κάποιες μόνο από τις πιο εντυπωσιακές όψεις αυτών των αναλύσεων.
Ως προς το πολιτικό περιβάλλον, πρέπει νομίζω να τονιστεί η πραγματικά άοκνη παρουσίαση του διεθνούς πεδίου: διότι το βιβλίο δεν αναφέρεται μόνο στα Ιουλιανά, αναφέρεται επίσης, στα αμερικανικά 60s, στο γαλλικό Μάη, στο ιταλικό autunno caldo και σε άλλα ακόμη κομβικά κινηματικά επεισόδια, πάντα με αίσθηση ότι η πραγματικότητα, όσο σαφή και αν είναι τα χαρακτηριστικά της, δε μιλάει ποτέ από μόνη της, πάντα ερμηνεύεται.
Και ο Κωνσταντίνος υλοποιεί εξαιρετικά αυτό που και εμείς με τη δουλειά μας στο Εργαστήριο Συγκρουσιακής Πολιτικής (του οποίου είναι εκλεκτό μέλος και τακτικός εισηγητής στο διαρκές μας σεμινάριο) έχουμε πιστεύω αναδείξει: το πέρασμα από έναν πρωτόλειο δομισμό στη σχεσιακή οπτική.
Στο πλαίσιο αυτό, η ανάλυση αναδεικνύει επίσης γλαφυρά και μια άλλη εξαιρετικά κρίσιμη αλληλεπίδραση: το γεγονός ότι το περιβάλλον διαμορφώνει μεν κινηματικές προδιαθέσεις και διαθεσιμότητες, όμως, από την άλλη, διαμορφώνεται και από τις κινηματικές δράσεις. Τα Ιουλιανά, δηλαδή, δεν επήλθαν μόνο επειδή έγινε η Αποστασία, έγιναν –πρώτα και κύρια– διότι ενεργοποιήθηκαν τα λαϊκά στρώματα –και ας το σκεφτούμε λίγο αυτό. Διότι –ναι– η βασιλική εκτροπή πράγματι λειτούργησε ως θρυαλλίδα, όμως ο κρίσιμος κρίκος στην αιτιώδη αλυσίδα ήταν οι μαχητικές συλλογικές δράσεις που ξέσπασαν, οι δράσεις που άσκησαν παρεμπόδιση.
Πηγαίνοντας τώρα στις νοηματοδοτήσεις ή πλαισιώσεις της πραγματικότητας, έχουμε και εδώ έναν σπάνιο πλούτο, απόρροια επίπονης και συστηματικής έρευνας:
στον Τύπο (ο Κωνσταντίνος έχει αποδελτιώσει 5 εφημερίδες εθνικής εμβέλειας, 8 τοπικές και 1 συνδικαλιστική)
έρευνας σε 14 αδημοσίευτα αρχεία και άλλες πρωτογενείς πηγές (λ.χ. σχεδόν 40 έντυπα της εποχής),
ενώ έχει επίσης πραγματοποιήσει15 συνεντεύξεις με πρωταγωνιστές του αγώνα.
Προκύπτουν εκεί τα βασικά μοτίβα που επισημαίνει και η Συγκρουσιακή Πολιτική, λ.χ., η «γεφύρωση» των κινηματικών αναλύσεων με οικεία μοτίβα, καθώς επίσης και η «επέκτασή» τους – κάτι που δεν είναι σπάνιο στους κύκλους διαμαρτυρίας, τους συγκρουσιακούς κύκλους.
Στο πλαίσιο αυτής της ανάλυσης προκύπτει επίσης γλαφυρά και κάτι που, ενώ δεν ονοματίζεται ρητά και με αυτά τα λόγια, δείχνει εντούτοις να δεσπόζει ως ερμηνευτικό κλειδί της όλης δυναμικής του κύκλου διαμαρτυρίας. Αναφέρομαι στο ρόλο των κινηματικών προσδοκιών, που στη δική μου οπτική αποτελεί τον παράγοντα πολλαπλασιαστή που φιλτράρει και διαμορφώνει όλες τις άλλες επιρροές. Αν, λ.χ., έχουμε ένα περιβάλλον που καλεί για δράσεις, και οι προσδοκίες (ο παράγοντας πολλαπλασιαστής) είναι μικρός ή μηδενικός τότε ο αγώνας είτε θα είναι θνησιγενής (όπως συμβαίνει διαρκώς τα τελευταία χρόνια) είτε δεν θα υπάρξει καν. Θεωρώ ότι αυτό αποτυπώνεται πολύ καθαρά στις αναλύσεις του βιβλίου.
Το σκέφτηκα πρώτη φορά στις σσ. 71-72 που περιγράφουν την κινηματική ενεργοποίηση των πάγια ανασφαλών αγροτικών στρωμάτων. Γιατί ο Ανένδοτος και η κινητοποίηση του οργανωτικού δικτύου της ΕΔΑ ενεργοποίησε αυτά τα στρώματα παραμερίζοντας τις πελατειακές επιρροές; Τα ενεργοποίησε –ακριβώς– διότι δημιούργησε προσδοκίες. Ανάλογες προσδοκίες υπήρχαν βέβαια –κατεξοχήν– και στα εργατικά και λαϊκά στρώματα των μεγάλων πόλεων, όπως φαίνεται και στο σύνθημα «Δημοψήφισμα» της πρώτης μαχητικής περιόδου των Ιουλιανών (βλ. σσ. 162-168). Όμως εκεί, στην ανάδειξη του καθεστωτικού και στη στρατηγική προετοιμασία περαιτέρω δράσεων παρεμπόδισης, η προωθητική επίδραση των βασικών πολιτικών φορέων κώφευσε, και οι προσδοκίες υποχώρησαν, προτού ίσως καταρρεύσουν.
Θεωρώ πως η ανάλυση του Κωνσταντίνου αποδίδει το ίδιο σημείο συνολικά και απολύτως πειστικά όταν γράφει (στη σ. 193) το εξής ως συμπέρασμα:
Προκύπτει δηλαδή –γράφει– πως…η αντιμετώπιση των κινητοποιήσεων όχι ως «διαπραγματευτικό χαρτί» στα χέρια κάποιας ηγεσίας, αλλά ως κρίσιμο παράγοντα των πολιτικών εξελίξεων είχαν καθοριστική συμβολή στη δυναμική της κοινωνικής διαμαρτυρίας.
Ήδη όμως αυτά στρέφουν την προσοχή στο τμήμα του βιβλίου που είναι πραγματικά αναντικατάστατο, τον τομέα των «ρεπερτορίων δράσης» –της δύσκολης διελκυστίνδας «σύμβαση»-«παρεμπόδιση» (είναι η θεματική του κεφαλαίου 4 στην οποία έχω ήδη αναφερθεί).
Θα μπορούσα να πω ότι το βιβλίο εδώ πραγματικά απογειώνεται, όμως δεν το κάνω διότι κάτι τέτοιο θα αδικούσε τα άλλα του τμήματα. Και έτσι όμως δεν μπορεί παρά να τονίσει κανείς ότι πρόκειται για μια υποδειγματική σχεσιακή ανάλυση, που έχοντας προκύψει από εξαιρετικά συστηματική έρευνα (αναφέρθηκα ήδη στο εύρος των πηγών) μας επιτρέπει να διακρίνουμε τη δυναμική: τη στρατηγική αλληλεπίδραση, κινηματικών δράσεων, πολιτικών συντακτικών σκέψης, και κρατικής καταστολής.
Στο πλαίσιο μιας περιοδολόγησης τεσσάρων φάσεων, παρακολουθούμε τους βασικούς σταθμούς της κινητοποίησης, το διάστημα από τις 15 μέχρι και τις 21 Ιουλίου (όταν έχουμε τη δολοφονία Πέτρουλα), αλλά και την κομβική περίοδο επίτασης της καταστολής που ξεκινά από τα μέσα Αυγούστου και σημαδεύεται από την πορεία της 20ής εκείνου του μήνα (που βάφεται στο αίμα), την οποία ο συγγραφέας εύλογα χαρακτηρίζει σημείο τομής. Είναι τέτοια η λεπτομέρεια της αφήγησης (μια ματιά πολιτικού ανθρωπολόγου), και τόσο γλαφυρό το κείμενο, που ο αναγνώστης νοιώθει ότι κάνει συμμετοχική –επιτρέψτε μου να πω– παρατήρηση: αισθάνεται όλη την ένταση των μεταβαλλόμενων περιστάσεων, γίνεται –όπως έλεγα και πριν– ενεργός. Αισθάνεται συνεπώς και την υποχρέωση να αναμετρηθεί με τα διλήμματα του δράματος καθώς και με τα συμπεράσματα που απορρέουν
Έχω ήδη αναφερθεί σε κάποια από αυτά, και δεν θέλω να μακρηγορήσω, όμως καθώς ολοκληρώνω την τοποθέτησή μου θα ήθελα να επισημάνω κάτι που μου δημιουργήθηκε καθώς διάβαζα αυτό το κεφάλαιο, και που θεωρώ ότι έχει σημασία να αναδειχτεί, ειδικά καθώς οι σημερινές θεσμικές μας περιστάσεις –αν και διαφορετικές– χαρακτηρίζονται και αυτές από ζόφο: διαφορετικό ζόφο, αλλά ζόφο παρόλα αυτά. Συνίσταται στη σκέψη ή –καλύτερα– την υπενθύμιση ότι η Αριστερά (που είναι και αυτή στον τίτλο του βιβλίου) δεν ήρθε στο προσκήνιο της Ιστορίας μόνο για να εξηγεί πώς ο κόσμος μπορεί να γίνει καλύτερος, ετοιμάζοντας προγράμματα διακυβέρνησης και μπαίνοντας σε διαβούλευση με τους κυρίαρχους για να τους πείσει. Όπως είχε πει και ο Χρόνης Μίσσιος σε μια συνέντευξη που έδωσε το 1986 (την αναφέρουν και οι Μαυρής και Βερναρδάκης στο κλασικό βιβλίο τους, την αναφέρω συχνά και εγώ), το εύλογο των επιχειρημάτων της Αριστεράς η κυριαρχία το ξέρει καλύτερα απ’ την Αριστερά –το είχε πει αυτολεξεί ο Μίσσιος (και επιτρέψτε μου να παραθέσω, γιατί αφορά ακριβώς τα Ιουλιανά):
Αυτή η ιστορία –είχε πει–, το να γυρίζεις τους ανθρώπους σ’ ένα φαύλο κύκλο [το «συμβατικό» ρεπερτόριο θα λέγαμε εμείς], τι ήθελε να δείξει; Ότι ο λαός είναι κόντρα στις εξελίξεις που προγραμμάτιζε το παλάτι και ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός; Μα, αυτό το ήξεραν καλύτερα από μας! Γι’ αυτό κάναν και τη δικτατορία. Δηλαδή εμείς τι κάναμε; …[Σ]τέλναμε τους ανθρώπους πίσω στα σπίτια τους, κουρασμένους, ταλαιπωρημένους, δαρμένους και απογοητευμένους. Και, βέβαια, έκανε μια τεράστια καμπύλη το μαζικό κίνημα και έπεσε, ήρθε η δικτατορία και άντε μετά να το σηκώσεις.
Το αναφέρω αυτό καταλήγοντας, διότι πρέπει κάποια στιγμή να καταλάβουμε ότι στους μείζονες ρόλους της Αριστεράς συγκαταλέγεται και η έλλογη προετοιμασία της παρεμπόδισης (του συντονισμού και της στρατηγικής κλιμάκωσης των συλλογικών δράσεων), αυτό που ο Κωνσταντίνος τονίζει αρκετές φορές στο βιβλίο ότι στα Ιουλιανά δεν υπήρχε (έξω από κάποιους σχεδιασμούς που είχαν εκπονήσει οι Φίλοι των Νέων Χωρών κατά την κηδεία Πέτρουλα). Φοβάμαι ότι δεν υπάρχει και σήμερα –και ένας βασικός λόγος είναι ότι αυτού του είδους η προετοιμασία δεν εκλαμβάνεται καν ως αιτούμενο…
Ας καταλήξω όπως ξεκίνησα: επαναλαμβάνοντας απλώς ότι το βιβλίο του Λαμπράκη είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο που, καθώς μάλιστα προέρχεται από διδακτορική διατριβή που εκπονήθηκε στο Τμήμα μου, στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας στο Πάντειο, μας κάνει όλες και όλους μας (αλλά και εμένα προσωπικά) περήφανους. Στην τοποθέτησή μου προσπάθησα να αναφερθώ σε κάποιες μόνο από τις αρετές του βιβλίου (διότι υπάρχουν και αρκετές άλλες που ο χρόνος δεν φτάνει για να αναδειχθούν), είναι όμως φανερό ότι τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει την εμπειρία της προσεκτικής ανάγνωσης. Προμηθευτείτε λοιπόν και διαβάστε προσεκτικά το βιβλίο, και είμαι σίγουρος ότι αυτές τις αρετές θα τις διαπιστώσετε και εσείς, ιδίοις όμμασι…
* Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Life Member στο Πανεπιστήμιο του Cambridge (CLH) και Διευθυντής του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής (https://lcp.panteion.gr/)