Σε συνδυασμό με την εκκωφαντική σιωπή της Αθήνας απέναντι στον στρατάρχη Χάφταρ, η Τουρκία επιδιώκει να παγιώσει τετελεσμένα όχι μόνο εναντίον της Ελλάδας, αλλά και στον πυρήνα της ίδιας της Ευρώπης.
Αν και η συμφωνία δεν παραβιάζει τώρα αμέσως τις ελληνικές θαλάσσιες οικονομικές ζώνες, καθώς εντοπίζεται εκτός των εξωτερικών ορίων που έχουν καθοριστεί βάσει του νόμου 4001/2011 —του γνωστού και ως «νόμου Μανιάτη», ο οποίος, ειρήσθω σε παρόδω, υιοθετεί τη μέση γραμμή ως προσωρινό θαλάσσιο όριο σε απουσία συμφωνίας οριοθέτησης— εντούτοις ενέχει έμμεσους κινδύνους, καθώς αφορά περιοχές που εμπίπτουν στην παράνομα οριοθετημένη ζώνη Τουρκίας–Λιβύης.
Η θορύβηση εντείνεται από το γεγονός ότι η συμφωνία αυτή δεν αποτελεί μεμονωμένο περιστατικό. Προηγήθηκε η επίσημη διαμαρτυρία της κυβέρνησης της Τρίπολης για τον Ελληνικό διαγωνισμό υδρογονανθράκων στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή της Κρήτης, με τον αβάσιμο ισχυρισμό ότι τα Ελληνικά τεμάχια εισέρχονται σε δήθεν «λιβυκή ζώνη».
Το πρόσφατο τουρκο-λιβυκό σύμφωνο εντάσσεται, συνεπώς, σε ένα ευρύτερο, μεθοδικά κλιμακούμενο πλάνο Άγκυρας και Τρίπολης, που αποσκοπεί στην υπονόμευση του ελληνικού ενεργειακού σχεδιασμού, στην αποδυνάμωση της γεωστρατηγικής θέσης της χώρας και στην εκβιαστική αποχώρηση της αμερικανικής Chevron από τα 2 κρίσιμα θαλάσσια μπλοκ νότια του νησιού.
Η ρίζα αυτής της απειλής εντοπίζεται πρώτιστα στο παράνομο Τουρκο-Λιβυκό Μνημόνιο του 2019.
Πρόκειται για διμερή συμφωνία που παραβιάζει ευθέως τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS, εφεξής ΣΔΘ), η οποία αποκρυσταλλώνει κανόνες εθιμικού δικαίου και, ως εκ τούτου, έχει καθολική και υποχρεωτική ισχύ, επιπλέον και για μη συμβαλλόμενα κράτη.
Συγκεκριμένα, το υπόμνηση παραβιάζει τη γεωγραφική έναρξη της οριοθέτησης όπως ορίζεται στα άρθρα 74 (ΑΟΖ) και 83 (Υφαλοκρηπίδα) της ΣΔΘ, τα οποία προβλέπουν διαπραγματεύσεις αποκλειστικά μεταξύ κρατών με αντικείμενες ή παρακείμενες ακτές —όχι διαγώνιες, όπως στην περίπτωση Τουρκίας–Λιβύης. Επιπροσθέτως, αγνοεί κατάφωρα τα κυριαρχικά δικαιώματα των ελληνικών νησιών, τα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 121 παρ. 2 της ΣΔΘ, διαθέτουν πλήρη δικαιώματα σε υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, όπως και οι ηπειρωτικές ακτές.
Η υφαλοκρηπίδα υφίσταται ab initio και ipso facto (άρθρο 76), ενώ η ΑΟΖ θεμελιώνεται με μονομερή κήρυξη από το παράκτιο κράτος (άρθρα 55–57).
Αντί όλων αυτών, το τουρκολιβυκό σύμφωνο αναγνωρίζει στα Ελληνικά νησιά που παρεμβάλλονται —όπως η Κρήτη, η Κάσος, η Κάρπαθος και η Ρόδος— μόνο περιορισμένα χωρικά ύδατα 6 ν.μ., εφαρμόζοντας εμπράκτως το αναθεωρητικό δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας», το οποίο αμφισβητεί συνολικά τη θαλάσσια κυριαρχία των ελληνικών νησιών στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, αποδίδοντας τους συρρικνωμένη εδαφική θάλασσα.
Παρότι το υπόμνηση δεν παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων, συνιστά διακρατική συμφωνία, η οποία όμως παραμένει ακυρώσιμη από την πλευρά της Λιβύης.
Δεν έχει κυρωθεί από τη λιβυκή Βουλή των Αντιπροσώπων —το μόνο συνταγματικά αρμόδιο όργανο— η οποία εδρεύει στην ανατολική Λιβύη και τελεί υπό τον έλεγχο του στρατάρχη Χαλίφα Χάφταρ. Αυτό καθιστά τη συμφωνία νομικά επισφαλή και πολιτικά εύθραυστη· πλην όμως, ο στρατάρχης δήλωσε πρόσφατα ότι εξετάζει την κύρωσή της.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει επανειλημμένα καταδικάσει το τουρκολιβυκό υπόμνηση ως παράνομο —με πιο πρόσφατη την αναφορά στο κείμενο συμπερασμάτων της τελευταίας Συνόδου Κορυφής. Πλην όμως, τέτοιες δηλώσεις οφείλουν να λογίζονται ως αυτονόητες και όχι ως προϊόν ελληνικής διπλωματικής επιτυχίας.
Η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας υπεγράφη το 1982 και τέθηκε σε ισχύ το 1994, ενώ η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση την υπέγραψε ως Διεθνής Οργανισμός το 1998, γεγονός που την καθιστά αναπόσπαστο μέρος του ευρωπαϊκού κεκτημένου και δεσμευτικό για την Ένωση και τα κράτη-μέλη.
Η Άγκυρα, προβάλλοντας ισχύ και επενδύοντας συστηματικά στην ελληνική ραθυμία και στα «ήρεμα νερά» της διπλωματικής αυτοπαραίτησης, εξακολουθεί να αξιοποιεί το τουρκολιβυκό σύμφωνο ως εργαλείο πίεσης.
Μέσω της συστηματικής ανακίνησης του ζητήματος, επιχειρεί να δημιουργήσει ένα περιβάλλον αμφισβήτησης και έντασης, επιδιώκοντας τη διαμόρφωση τετελεσμένων αδυναμίας άσκησης ελληνικής κυριαρχίας.
Η Αθήνα υπέπεσε επιπλέον σε κρίσιμο στρατηγικό αλόγημα μετά το 2020, όταν επέλεξε να αγνοήσει τις προσκλήσεις συνεργασίας του Χαλίφα Χάφταρ, ο οποίος επισκέφθηκε τότε την ελληνική πρωτεύουσα, καταγγέλλοντας ευθέως το τουρκολιβυκό μνημόνιο.
Η αποτυχία της ελληνικής διπλωματίας να τεκμηριώσει νομικά την καταγγελία του αρχιστράτηγου, στέρησε από τη χώρα μια σπάνια ευκαιρία για την έγκαιρη απονομιμοποίηση της συμφωνίας.
Το κενό που δημιουργήθηκε καλύφθηκε ταχύτατα από την Τουρκία, η οποία διεκδικεί πλέον με αξιώσεις την παγίωση της επιρροής της σε ολόκληρη τη Λιβύη.
Το τίμημα της ελληνικής αδράνειας καθίσταται πλέον οδυνηρά ορατό. Η Άγκυρα, σε αγαστή σύμπραξη με την Τρίπολη, έχει στοχοποιήσει τις ενεργειακά κομβικές θαλάσσιες περιοχές νότια της Κρήτης, υπονομεύοντας εκ προοιμίου τις ελληνικές αξιώσεις επί των μελλοντικών ζωνών δικαιοδοσίας της χώρας.
Η Αθήνα τελεί υπό την πίεση οργανωμένου διπλωματικού εκβιασμού, την εξηκοντάλεπτο που η πιθανότητα επανόδου του Oruc Reis σε Ελληνικά ύδατα επανέρχεται ως απειλή.
Για την αναχαίτηση αυτής της επικίνδυνης δυναμικής, απαιτείται συνολική ανασύνταξη της ελληνικής στρατηγικής. Κατά μείζονα λόγο, η Ελλάδα επιβάλλεται να επιστρατεύσει το διπλωματικό της εκτόπισμα εντός του Συμβουλίου Ασφαλείας, θέτοντας μετ’ επιτάσεως το ζήτημα του παράνομου τουρκολιβυκού μνημονίου μπροστά της διεθνούς κοινότητας.
Παράλληλα, απαιτείται αποφασιστική διπλωματική πίεση εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με στόχο την επιβολή ρητών κυρώσεων σε όσους συνδράμουν ή αντέχουν παραβιάσεις κυριαρχικών δικαιωμάτων κράτους-μέλους, προκαλώντας ταυτόχρονα την Ένωση να υπερασπιστεί εμπράκτως το ίδιο της το νομικό περιορισμοί — διότι, σε αντίθετη περίπτωση, απειλείται η ίδια της η θεσμική υπόσταση (παραβίαση Ευρωπαϊκού Κεκτημένου).
Η πίεση προς τη διαιρεμένη Λιβύη δεν νοείται να παραμένει μονοδιάστατη. Κρίνεται αναγκαίο να πλαισιωθεί από στοχευμένα οικονομικά κίνητρα, ενίσχυση διπλωματικής παρουσίας στη Βεγγάζη και αμυντική συνεργασία.
Συγχρόνως, απαιτείται επιθετική ενεργητική διπλωματία: άμεση επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. στο Λιβυκό Πέλαγος, επίσπευση οριοθέτησης ΑΟΖ και επιτάχυνση της συνεργασίας με τη Chevron στα 2 θαλάσσια μπλοκ νότια της Κρήτης, όθεν να καταστεί αμετάκλητη η ελληνική παρουσία στο ενεργειακό πεδίο.
Συνάμα, η στρατιωτική αποτροπή οφείλει να αποκτήσει ορατή υπόσταση: με συστηματικές ασκήσεις υψηλής εμβέλειας με τη Γαλλία και την Αίγυπτο, καθώς και με τεκμηριωμένη ενημέρωση διεθνών οργανισμών και δεξαμενών σκέψης για τις νομικές στρεβλώσεις της απαράδεκτης συμφωνίας. Η στενή σύμπραξη με το Κάιρο ενδέχεται να αποτελέσει τον πυρήνα ενός σταθερού περιφερειακού άξονα ισορροπίας.
Υπό τις παρούσες συνθήκες, η Ελλάδα δεν διαθέτει πλέον ούτε το ελάχιστο κενό να παραμείνει αδρανής θεατής σε μια κρίση που απειλεί ευθέως τη γεωπολιτική της θέση και τον πυρήνα των κυριαρχικών της δικαιωμάτων. Η διαμορφωμένη γεωστρατηγική πρόκληση απαιτεί μια άμεση, στιβαρή και πολυεπίπεδη εθνική απάντηση extra muros — έξω από τα τείχη της συνήθους αδράνειας. Οποιαδήποτε καθυστέρηση συνιστά στρατηγική υποχώρηση και συνεπάγεται αξία που η χώρα δεν δύναται πλέον να απορροφήσει.
* Λυκούργος Λιακάκος Διδάκτωρ Διεθνούς Δικαίου Πάντειο Πανεπιστήμιο