Το δίπλωμα είναι κάτι πολύτιμο. Από το δίπλωμα οδήγησης, που με τον νέο ΚΟΚ μπορεί να σου αφαιρεθεί ακόμα και για δέκα χρόνια εάν συλληφθείς οδηγώντας μεθυσμένος καθ’ υποτροπήν, μέχρι το πανεπιστημιακό δίπλωμα, που σου ανοίγει τις πύλες της επαγγελματικής ή ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας.
Το δίπλωμα είναι αυτό που θα κοσμήσει τον τοίχο της ματαιοδοξίας στο σπίτι σου, καθώς πιστοποιεί ότι για ένα γνωστικό αντικείμενο, μια επιστήμη ή μια δεξιότητα έδωσες πόνο. Είναι, στο λαϊκό φαντασιακό, το καύχημα των φτωχών και αμόρφωτων γονιών που ζορίστηκαν να στείλουν το παιδί τους στο Πανεπιστήμιο για να έχει μια τύχη καλύτερη από τη δική τους, είναι το κοινωνικό σκαμνί, που πάνω του ανεβαίνει ο κάτοχός του για να ξεχωρίζει απ’ αυτούς που δεν το ‘χουν.
Το δίπλωμα είναι συμπυκνωμένος χρόνος, κόπος και χρήμα, είναι μία από τις κορυφές που μπορεί να κατακτήσει ένας άνθρωπος, ένα έμβλημα αξίας και τιμής, το οικόσημο της σύγχρονης αριστοκρατίας του πνεύματος, το αντίστοιχο των εραλδικών συμβόλων που κοσμούσαν την ασπίδα των παλαιών ευγενών – μόνο που αυτοί τον είχαν κληρονομήσει τον τίτλο, δεν είχαν λιώσει στο διάβασμα για να τον αποκτήσουν. Το δίπλωμα είναι κάτι υψηλό, αν και η ετυμολογική του καταγωγή είναι ταπεινή.
Το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας λέει πως δίπλωμα σημαίνει, πρώτον, τσάκισμα στα δύο ή στα τέσσερα κ.λπ. ώστε η αρχική επιφάνεια να γίνεται κάθε φορά διπλή, όπως το δίπλωμα του σεντονιού, των ρούχων ή του φύλλου της πίτας. Δεύτερον, δίπλωμα είναι το περιτύλιγμα με διαδοχικά τσακίσματα, το αμπαλάζ. Βέβαια, δίπλωμα είναι και ό,τι είπαμε πριν, το έγγραφο με το οποίο ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα ή δημόσιος οργανισμός πιστοποιεί την επιτυχή ολοκλήρωση κύκλου σπουδών, ενώ δίπλωμα ονομάζεται επίσης, στην ορολογία της παλαιογραφίας, το έγγραφο που είναι διπλωμένο έτσι ώστε να ασφαλίζεται το περιεχόμενό του και να βεβαιώνεται η γνησιότητά του με την επίθεση σφραγίδας.
Η λέξη «δίπλωμα» παράγεται από το επίθετο «διπλούς». Από τη μεταγενέστερη σημασία του διπλωμένου εγγράφου, η λέξη δήλωσε αργότερα και το πιστοποιητικό ορισμένης ικανότητας, οδήγησης για παράδειγμα, ή το πτυχίο. Με αυτή τη σημασία, η λέξη πέρασε και σε ξένες γλώσσες: diploma στα αγγλικά, diplome γαλλικά.
Η λέξη «διπλωμάτης», ο επίσημος αντιπρόσωπος μιας κυβέρνησης σε ξένη χώρα, είναι ένα αντιδάνειο, καθώς προέρχεται από το γαλλικό «diplomate», από το λατινικό «diploma», με καταγωγή από το αρχαίο «δίπλωμα», επειδή οι διπλωμάτες επέδιδαν τα διαπιστευτήριά τους σε διπλωμένα έγγραφα. Από το ουσιαστικό «διπλωμάτης» έχουμε και τη «διπλωματία», που εκτός από την ιδιότητα του διπλωμάτη, είναι η ικανότητα και η επιδεξιότητα σε συνεννοήσεις ή διαπραγματεύσεις.
Το γνήσιο δίπλωμα είναι κάτι σημαντικό, ναι, όταν όμως έχει αποκτηθεί τίμια. Αλλά δεν έχει αντίκρισμα όταν ο κάτοχός του το έχει πάρει χαριστικά ή το έχει αγοράσει. Δίπλα δίπλα με τους ακέραιους και ικανούς, που τα διπλώματά τους πιστοποιούν όντως την αξία τους, υπάρχουν, για παράδειγμα, οι άγλωσσοι διπλωματούχοι ανωτάτων σχολών, που δεν μπορούν να βάλουν πέντε λέξεις σε μια πρόταση, τα κομματοσκυλάκια που έλαβαν τους πανεπιστημιακούς τους τίτλους τιμής ένεκεν (η θητεία τους σε κομιλφό πολιτικές νεολαίες δεν τους άφηνε χρόνο για διάβασμα) ή εκείνοι οι οδηγοί που δωροδόκησαν για να πάρουν το δίπλωμά τους. Ολοι αυτοί νύχτα πήραν το δίπλωμα.