Το Λίχτενσταϊν, η μικρή αλλά πλούσια πριγκιπική χώρα των Άλπεων που αποτελεί παραδοσιακό καταφύγιο για ιδιωτικά κεφάλαια, βρίσκεται αντιμέτωπο με μια πρωτόγνωρη κρίση.
Εκατοντάδες trust και ιδρύματα που συνδέονται με Ρώσους πελάτες έχουν μείνει «ακέφαλα» και αδρανή, καθώς μαζικές παραιτήσεις διαχειριστών και μελών διοικητικών συμβουλίων τα έχουν καταστήσει νομικά ανενεργά, σύμφωνα με ρεπορτάζ των Financial Times.
Πρόκειται για τουλάχιστον 800 οντότητες που έχουν νομική υπόσταση αλλά κανένα φυσικό πρόσωπο να τις εκπροσωπεί ή να τις εκκαθαρίσει, σύμφωνα με εκτιμήσεις νομικών κύκλων. Οι αρμόδιες αρχές του Λίχτενσταϊν έχουν συγκροτήσει ομάδα έκτακτης ανάγκης, προσπαθώντας να αποτρέψουν την εξάπλωση της κρίσης στον ευρύτερο χρηματοοικονομικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών.
Δευτερογενείς κυρώσεις και καθεστώς πανικού
Αφορμή για την αναταραχή ήταν οι αμερικανικές κυρώσεις κατά οντοτήτων και φυσικών προσώπων στο Λίχτενσταϊν το 2024, στο πλαίσιο της ευρύτερης πίεσης προς πρόσωπα που συνδέονται – άμεσα ή έμμεσα – με ρωσικά συμφέροντα. Παρότι η χώρα είχε ήδη υιοθετήσει το ευρωπαϊκό πακέτο κυρώσεων από το 2022, η στάση των ΗΠΑ χαρακτηρίστηκε απότομη και απροειδοποίητη.
Το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ προειδοποίησε ευρωπαϊκά κράτη, περιλαμβανομένου του Λίχτενσταϊν, ότι ενδέχεται να επιβάλει δευτερογενείς κυρώσεις σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που συνεργάζονται με ρωσικούς πελάτες – ακόμη και εάν οι πελάτες αυτοί δεν έχουν άμεση κυρωτική στόχευση.
Υπό τον φόβο νομικής και φήμης κατάρρευσης, η Αρχή Χρηματοπιστωτικής Αγοράς του Λίχτενσταϊν (FMA) υιοθέτησε μηδενική ανοχή και κάλεσε το φθινόπωρο του 2024 τους διαχειριστές trust να διακόψουν κάθε σχέση με «εκτεθειμένους» πελάτες.
Η οδηγία αυτή οδήγησε σε μαζική παραίτηση διαχειριστών και συμβούλων, με αποτέλεσμα εκατοντάδες trust να μείνουν «ορφανά», χωρίς νομικά υπεύθυνο.
Δισεκατομμύρια σε ακίνητα και υπερπολυτελή assets στον αέρα
Παρά το γεγονός ότι πολλές από τις εν λόγω οντότητες ανήκουν σε μη κυρωμένους Ρώσους που διαμένουν σε Γαλλία, Ιταλία ή Ντουμπάι, η παραμικρή σύνδεση με ρωσικά συμφέροντα φαίνεται να αρκεί για τον αποκλεισμό τους.
Η πραγματική έκταση του προβλήματος παραμένει ασαφής λόγω της εγγενούς αδιαφάνειας της νομοθεσιας για τα trust. Ωστόσο, νομικοί εκτιμούν ότι οι παγωμένοι λογαριασμοί περιλαμβάνουν από μετρητά 5 εκατ. δολαρίων έως ολόκληρα οικογενειακά γραφεία (family offices), πολυτελή ακίνητα, γιοτ και ιδιωτικά αεροσκάφη.
Σύμφωνα με στοιχεία της κυβέρνησης, 350 οντότητες βρίσκονται σε νομικό μετέωρο, ενώ οι 40 εξ αυτών είναι σε αρχικά στάδια εκκαθάρισης. Οι 85 έχουν ήδη χαρακτηριστεί νομικά «ορφανές» και δεν μπορούν να προχωρήσουν σε εκκαθάριση ελλείψει διαχειριστή ή διοικητικού συμβουλίου.
Απειλές από δύο μέτωπα: Ουάσινγκτον και Μόσχα
Το μεγαλύτερο ρίσκο πλέον δεν προέρχεται μόνο από την Ουάσινγκτον. Όπως προειδοποιεί με δηλώσεις του στους FT ο Johannes Gasser, εταίρος σε μία από τις μεγαλύτερες δικηγορικές εταιρείες της χώρας, υπάρχει κίνδυνος και από τη ρωσική πλευρά. Αν δεν βρεθεί λύση, η Μόσχα μπορεί να πιέσει πολιτικά το Λίχτενσταϊν ή να προχωρήσει σε αντίποινα.
«Το ρίσκο γίνεται πλέον διπλό και συμμετρικό», προειδοποιεί ο Gasser. «Μπορεί να εξελιχθεί σε κάτι άνευ προηγουμένου από την άλλη πλευρά – και εξίσου ισχυρό.»
Η κυβέρνηση του Λίχτενσταϊν έχει θέσει σε λειτουργία μια διυπουργική ομάδα συντονισμού, στην οποία συμμετέχουν και εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου. Η εντολή της είναι να προτείνει άμεσα λύσεις, όπως ο ορισμός προσωρινών διαχειριστών ή νέων διοικητικών συμβουλίων. Ωστόσο, οι νομικές αντιφάσεις μεταξύ εγχώριων και εξωτερικών υποχρεώσεων καθιστούν το έργο εξαιρετικά δύσκολο.
Στο στόχαστρο η φήμη
Η υπόθεση πλήττει καίρια τη φήμη του Λίχτενσταϊν ως διεθνούς χρηματοπιστωτικού κέντρου. Η χώρα φιλοξενεί χιλιάδες trust χάρη στο φιλικό φορολογικό και νομικό της περιβάλλον, αλλά και τη φήμη της για «γεωπολιτική ουδετερότητα». Αυτή όμως τώρα τίθεται υπό αμφισβήτηση.
«Αυτό το πρόβλημα αρχίζει να γίνεται σοβαρό για το χρηματοοικονομικό κέντρο του Λίχτενσταϊν», δήλωσε χαρακτηριστικά ο βουλευτής Thomas Vogt.
Οι αρχές των ΗΠΑ, από την πλευρά τους, δηλώνουν ότι συνεχίζουν τη συνεργασία με το Λίχτενσταϊν για την αντιμετώπιση της παράνομης χρηματοδότησης και την ενίσχυση της συμμόρφωσης με τις κυρώσεις.
Αλλά μέχρι να βρεθεί μια λειτουργική λύση, το φάντασμα των «ζόμπι» πλανάται πάνω από ένα από τα πλουσιότερα, αλλά πλέον και πιο ευάλωτα, χρηματοπιστωτικά κέντρα της Ευρώπης.